φρικιώ

φρικιώ
φρικιῶ, -άω, ΝΜΑ
ριγώ, ανατριχιάζω, τρεμουλιάζω
νεοελλ.
1. αισθάνομαι φρίκη
2. (για υδάτινη επιφάνεια) κυματίζω ελαφρά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φρίξ, φρικός «ελαφρά κύμανση υδάτινης επιφάνειας, ανατρίχιασμα, ρίγος» + κατάλ. -ιῶ / -ιάω, δηλωτική ασθένειας ή κατάστασης σωματικής (πρβλ. ἀρρωστ-ιῶ, ναυτ-ιῶ, ὠχρ-ιῶ)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • φρικιάζω — Ν φρικιώ. [ΕΤΥΜΟΛ. < φρικιῶ, κατά τα ρ. σε ιάζω] …   Dictionary of Greek

  • καταφρίσσω — (Α) (επιτ. τ. τού φρίσσω*) (κατά τον Ησύχ.) «καταπεφρικότες δειλιῶντες». [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + φρίσσω «φρικιώ, τρέμω από τον φόβο μου»] …   Dictionary of Greek

  • μεταφρίσσω — (Α) 1. ανατριχιάζω, ριγώ μετά από κάτι 2. φρίσσω, ριγώ, ανατριχιάζω. [ΕΤΥΜΟΛ. < μετ(α) * + φρίσσω «φρικιώ, τρέμω από τον φόβο μου»] …   Dictionary of Greek

  • πάλλω — (ΑΜ πάλλω) 1. κάνω κάτι να κινείται παλινδρομικά και γρήγορα, κινώ κάτι παλμικά, σείω, κραδαίνω, δονώ (α. «πάλλω τη χορδή» β. «λόγχην πατρός... χερσὶ πάλλων», Ευρ.) 2. εκτελώ παλμική κίνηση, δονούμαι, κραδαίνομαι 3. μέσ. πάλλομαι κινούμαι ρυθμικά …   Dictionary of Greek

  • περιφρίττω — και περιφρίσσω Α 1. φρίττω, τρέμω ολόκληρος 2. ανατριχιάζω, σηκώνονται οι τρίχες μου όρθιες. [ΕΤΥΜΟΛ. < περι * + φρίττω / φρίσσω «φρικιώ, τρέμω από φόβο»] …   Dictionary of Greek

  • σηκώνω — ΝΜ 1. υψώνω, μετακινώ από κάτω προς τα πάνω (α. «είχε πέσει κάτω και τό σήκωσα» β. «σηκώνω τὸ πινάκιν μου καὶ βλέπω τὸ σκουτέλιν», Θ. Πρόδρ.) νεοελλ. 1. καλώ ή αναγκάζω κάποιον καθιστό να αφήσει τη θέση του και να σταθεί όρθιος («τόν σήκωσα από… …   Dictionary of Greek

  • φρικάζω — Α [φρίξ, φρικός] φρικιώ …   Dictionary of Greek

  • φρικίαση — η / φρικίασις, άσεως, ΝΜΑ [φρικιῶ] ρίγος, ανατριχίλα, τρεμούλιασμα νεοελλ. μτφ. ελαφρός κυματισμός υδάτινης επιφάνειας …   Dictionary of Greek

  • φρικούμαι — όομαι, ΜΑ [φρίξ, φρικός] φρικιώ …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”