φρικιάζω — Ν φρικιώ. [ΕΤΥΜΟΛ. < φρικιῶ, κατά τα ρ. σε ιάζω] … Dictionary of Greek
καταφρίσσω — (Α) (επιτ. τ. τού φρίσσω*) (κατά τον Ησύχ.) «καταπεφρικότες δειλιῶντες». [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + φρίσσω «φρικιώ, τρέμω από τον φόβο μου»] … Dictionary of Greek
μεταφρίσσω — (Α) 1. ανατριχιάζω, ριγώ μετά από κάτι 2. φρίσσω, ριγώ, ανατριχιάζω. [ΕΤΥΜΟΛ. < μετ(α) * + φρίσσω «φρικιώ, τρέμω από τον φόβο μου»] … Dictionary of Greek
πάλλω — (ΑΜ πάλλω) 1. κάνω κάτι να κινείται παλινδρομικά και γρήγορα, κινώ κάτι παλμικά, σείω, κραδαίνω, δονώ (α. «πάλλω τη χορδή» β. «λόγχην πατρός... χερσὶ πάλλων», Ευρ.) 2. εκτελώ παλμική κίνηση, δονούμαι, κραδαίνομαι 3. μέσ. πάλλομαι κινούμαι ρυθμικά … Dictionary of Greek
περιφρίττω — και περιφρίσσω Α 1. φρίττω, τρέμω ολόκληρος 2. ανατριχιάζω, σηκώνονται οι τρίχες μου όρθιες. [ΕΤΥΜΟΛ. < περι * + φρίττω / φρίσσω «φρικιώ, τρέμω από φόβο»] … Dictionary of Greek
σηκώνω — ΝΜ 1. υψώνω, μετακινώ από κάτω προς τα πάνω (α. «είχε πέσει κάτω και τό σήκωσα» β. «σηκώνω τὸ πινάκιν μου καὶ βλέπω τὸ σκουτέλιν», Θ. Πρόδρ.) νεοελλ. 1. καλώ ή αναγκάζω κάποιον καθιστό να αφήσει τη θέση του και να σταθεί όρθιος («τόν σήκωσα από… … Dictionary of Greek
φρικάζω — Α [φρίξ, φρικός] φρικιώ … Dictionary of Greek
φρικίαση — η / φρικίασις, άσεως, ΝΜΑ [φρικιῶ] ρίγος, ανατριχίλα, τρεμούλιασμα νεοελλ. μτφ. ελαφρός κυματισμός υδάτινης επιφάνειας … Dictionary of Greek
φρικούμαι — όομαι, ΜΑ [φρίξ, φρικός] φρικιώ … Dictionary of Greek